ἄρακος
1άρακος — ἄρακος, ο (Α) είδος οσπρίου, αρακάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια] …
2Ἄρακος — masc nom sg …
3ἄρακος — ἄραξ masc gen sg ἄρακος wild chickling masc nom sg …
4Ἀράκου — Ἄρακος masc gen sg …
5ἀράκου — ἄρακος wild chickling masc gen sg …
6Ἀράκους — Ἄρακος masc acc pl …
7ἀράκους — ἄρακος wild chickling masc acc pl …
8Ἀράκων — Ἄρακος masc gen pl …
9Ἀράκῳ — Ἄρακος masc dat sg …
10ἀράκῳ — ἄρακος wild chickling masc dat sg …
Страницы