ἄραγμα
11ελλιμένιση — η η είσοδος και παραμονή πλοίου σε λιμάνι, άραγμα, ρεμιτζάρισμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
12κατάπλους — ο ου, άφιξη πλοίου σε λιμάνι ή σε ακτή, άραγμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
13προσόρμιση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσορμίζω. 2. αγκυροβόλημα πλοίου, αλλ. άραγμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы
- 1
- 2