ἄπηρος
1άπηρος — ἄπηρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ακρωτηριαστεί, αρτιμελής …
2ἄπηρος — unmaimed masc/fem nom sg …
3ἄπηρον — ἄπηρος unmaimed masc/fem acc sg ἄπηρος unmaimed neut nom/voc/acc sg …
4ἄπηρα — ἄπηρος unmaimed neut nom/voc/acc pl …
5απηρής — ἀπηρής, ές κ. ἄπηρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καμία σωματική ή πνευματική αναπηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πηρός «σακάτης»] …
6ԱՆՀՈՒՆ — (հընի, հնից կամ հունց.) NBH 1 0188 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 14c ա. Ոյր կամ ուր չիք հուն անցից. ընդ որ ոչ ոք կարէ անցանել՝ իրօք կամ մտօք. անկոխ. անեզր. անբաւ. ընդարձակ եւ լայն. անչափ.… …