ἄπεδος
1άπεδος — ἄπεδος, ον (Α) 1. πεδινός, επίπεδος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄπεδον η επίπεδη επιφάνεια, η πεδιάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α αθροιστ. + πέδον «έδαφος, γη»] …
2ἄπεδος — level masc/fem nom sg …
3ἀπέδω — ἄπεδος level masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄπεδος level masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀποδίδωμι give up aor ind act 3rd sg (epic) …
4ἄπεδον — ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg …
5ἀπέδοις — ἄπεδος level masc/fem/neut dat pl …
6ἀπέδου — ἄπεδος level masc/fem/neut gen sg …
7ἀπέδων — ἄπεδος level masc/fem/neut gen pl ἀποδίδωμι give up aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀποδίδωμι give up aor ind act 1st sg (epic) …
8ἄπεδα — ἄπεδος level neut nom/voc/acc pl …
9ἅπεδον — ἄπεδον , ἄπεδος level masc/fem acc sg ἄπεδον , ἄπεδος level neut nom/voc/acc sg …
10επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… …