ἄορ
1άορ — ἄορ κ. ἆορ, το (Α) 1. εγχειρίδιο ή ξίφος κρεμασμένο από τη ζώνη 2. ξίφος 3. κάθε όπλο 4. φρ. «ἄορ τριγλώχιν» τρίαινα (Καλλίμαχος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αείρω αρχ. σημασία «ζωστήρας όπλου». Το ο του θεμ. αποτελεί συνεσταλμένη μεταπτωτική βαθμίδα της… …
2ἄορ — hanger neut voc sg ἄορ hanger neut acc sg ἄορ hanger neut nom sg …
3ἆορ — ἆ̱ορ , ἄορ hanger neut voc sg (epic) ἆ̱ορ , ἄορ hanger neut acc sg (epic) ἆ̱ορ , ἄορ hanger neut nom sg (epic) …
4καθετί — (αόρ. αντων.) οτιδήποτε, κάθε πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάθε + τι (ουδ. τής αρχ. αόρ. αντων. τις, τι)] …
5κακοφαίνεται — αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε) απρόσ. 1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («τού κακοφάνηκε ο τρόπος σου») 2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι 3 …
6ἀόρων — ἄορ hanger neut gen pl ἀ̱όρων , ἄορ hanger neut gen pl (epic) …
7ἄορα — ἄορ hanger neut nom/voc/acc pl ἄ̱ορα , ἄορ hanger neut nom/voc/acc pl (epic) …
8ἄορι — ἄορ hanger neut dat sg ἄ̱ορι , ἄορ hanger neut dat sg (epic) …
9ἄορος — ἄορ hanger neut gen sg ἄ̱ορος , ἄορ hanger neut gen sg (epic) …
10ἄορσιν — ἄορ hanger neut dat pl ἄ̱ορσιν , ἄορ hanger neut dat pl (epic) …