ἄοινος
1ἄοινος — without wine masc/fem nom sg …
2άοινος — Όρος που χρησιμοποιείται στην ιατρική για να χαρακτηρίσει π.χ. τη δίαιτα στην οποία απαγορεύεται κάθε είδος οινοπνεύματος. Επειδή η απαγόρευση αφορούσε κυρίως τον οίνο, ονομάστηκε ά. * * * ἄοινος, ον (Α) 1. ο χωρίς κρασί 2. φρ. «ἄοινοι χοαί»… …
3ἄοινον — ἄοινος without wine masc/fem acc sg ἄοινος without wine neut nom/voc/acc sg …
4ἀοίνοις — ἄοινος without wine masc/fem/neut dat pl …
5ἀοίνου — ἄοινος without wine masc/fem/neut gen sg …
6ἀοίνους — ἄοινος without wine masc/fem acc pl …
7ἄοινα — ἄοινος without wine neut nom/voc/acc pl …
8ἄοινοι — ἄοινος without wine masc/fem nom/voc pl …
9ἀοινοτέρα — ἀοινοτέρᾱ , ἄοινος without wine fem nom/voc/acc comp dual ἀοινοτέρᾱ , ἄοινος without wine fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
10άνοινος — ἄνοινος, ον (Α) ο άοινος* …
- 1
- 2