ἄοικος
1ἅοικος — ἄοικος , ἄοικος houseless masc/fem nom sg …
2ἄοικος — houseless masc/fem nom sg …
3άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… …
4ἄοικον — ἄοικος houseless masc/fem acc sg ἄοικος houseless neut nom/voc/acc sg …
5ἀοικότερος — ἄοικος houseless masc nom comp sg …
6ἀοίκοις — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat pl …
7ἀοίκου — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen sg …
8ἀοίκους — ἄοικος houseless masc/fem acc pl …
9ἀοίκων — ἄοικος houseless masc/fem/neut gen pl …
10ἀοίκῳ — ἄοικος houseless masc/fem/neut dat sg …
Страницы
- 1
- 2