ἄοικος
11ἄοικα — ἄοικος houseless neut nom/voc/acc pl …
12ἄοικοι — ἄοικος houseless masc/fem nom/voc pl …
13οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …
14ԱՆՏՈՒՆ — ( ) NBH 1 0247 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c ա. ἅοικος, ἁνέστιος domo et sede propria carens Ոյր չիք տուն եւ բնակարան առանճին. անյարկ. եւ Որոյ չգուցեն ընտանիք. տուն տեղ չունեցօղ. ... *Օտար առաջի… …
Страницы
- 1
- 2