ἄν-οψος

  • 1ὄψος — neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2όψος — (I) ὄψος, ὁ (κατά το λεξ. Σούδα) «μοχθηρός». (II) ὄψος, εος, τὸ (Α) το όψο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄψον* κατά τα ουδ. σε ος] …

    Dictionary of Greek

  • 3ὀψέων — ὄψος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4εύοψος — εὔοψος, ον (Α) 1. αυτός που είναι γεμάτος όψα, ιδίως ψάρια, αυτός που έχει αφθονία ψαριών 2. αυτός που περιέχει ή παράγει πολλά βρώματα, φαγώσιμα («ἡ θάλασσα τῆς γῆς εὐοψοτέρα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οψος (< όψον «τροφή, ψάρι»), πρβλ. άν …

    Dictionary of Greek

  • 5ὄψει — ὁράω Inscr. destombeaux des rois fut ind mid 2nd sg ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὄψεϊ , ὄψις aspect fem dat sg (epic) ὄψις aspect fem dat sg (attic ionic) ὄψος neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὄψεϊ , ὄψος neut dat sg (epic… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6πολύοψος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.) 2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ οψος] …

    Dictionary of Greek

  • 7φίλοψος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα νόστιμα φαγητά και, ιδίως, τα ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὄψον «έδεσμα, τροφή» (πρβλ. εὔ οψος, πολύ οψος)] …

    Dictionary of Greek

  • 8ὄψη — ὄψις aspect fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὄψος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὄψος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 9μελαψός — ή, ό (Μ μελαμψός, όν) 1. βαθιά, έντονα μελαχρινός 2. σκοτεινός, σκούρος, σκοτεινόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελαμψός < *μελαν οψός (με συλλαβική ανομοίωση και τροπή τού έρρινου ν σε χειλ. προ τού ψ) < μέλας, ανος + ὄψις] …

    Dictionary of Greek

  • 10υαλοψός — και ὑελεψός, ὁ, ΜΑ, και ὑελοψός και ὑελλοψός και ὑελοεψός Α τεχνίτης που παρασκευάζει την ύαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + οψός / εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»)] …

    Dictionary of Greek