ἄνωχθι
1ἄνωχθι — ἄνωγα command perf imperat act 2nd sg …
2ἄνωχθ' — ἄνωχθι , ἄνωγα command perf imperat act 2nd sg ἄνωχθε , ἄνωγα command perf imperat act 2nd pl …
3μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …
4όπλομαι — ὅπλομαι (Α) (ποιητ. τ.) ετοιμάζω, παρασκευάζω, ιδίως δείπνο («δεῑπνον ἄνωχθι ὅπλεσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὅπλεσθαι, που μαρτυρείται στην Ιλιάδα, αποτελεί μάλλον εσφ. γρφ. αντί τού ὁπλεῖσθαι (< ὁπλέω). Λιγότερο πιθανή είναι η άποψη ότι το …