ἄνωγεν
1ἀνῷγεν — ἀνοίγνυμι open imperf ind act 3rd sg ἀνοίγνυμι open aor ind pass 3rd pl (epic) …
2ἄνωγεν — ἄ̱νωγεν , ἄνωγα command plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄνωγα command perf ind act 3rd sg ἄνωγα command plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἄ̱νωγεν , ἄνωγα command imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἄνωγα command imperf ind act 3rd… …
3πολυκέρδεια — και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ [πολυκερδής] η ιδιότητα τού πολυκερδούς αρχ. η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.) …