ἄντρου
1ἄντρου — ἄντρον cave neut gen sg …
2Porphyry (philosopher) — For other uses, see Porphyry (disambiguation). Porphyry of Tyre Porphire Sophiste, in a French 16th c. engraving Full name Porphyry of Tyre Born ca. 234 AD Tyre Died ca …
3ПОРФИРИЙ — • Porphyrĭus, Πορφύριος, родился в Тире в 233 г. от Р. X., его собственное финикийское имя Малх (т. е. царь) перевел на греческий язык его учитель Лонгин, учивший его грамматике и риторике в Афинах, и с тех пор он постоянно носил это… …
4ПОРФИРИЙ — ПОРФИРИЙ (Πορφύριος) (232, Тир, Финикия ок. 305, Рим?), философ неоплатоник. Его имя Малх (от сир. malka, «царь», так же звали и его отца) Лонгин, у которого П. учился в Афинах, воспроизвел по гречески как Πορφύριος («царственный», позднее… …
5MUSSARE — a boum voce μύ μύ, proprie de hoc animali. Virg. l. 12. Arn. v. 718. Mussantque iuvencae. Indead homines translatum, qui cum occulte et depressâ voce loquuntur, quod celatum velint, mussare dici coeperunt, Noniô teste. Varro vero a Mutorum sono… …
6SPECUS seu SPELUNCA — terrae recessus cavitasque rupium ac montium est, in qua non feris solum sua receptacula, sed et integris hominum coetibus sua sunt aliquibus in regionibus (uti primitus olim) habitacula. Unde integras Civitates subterraneas Geographi habent,… …
7εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …
8κελεός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους πρώτους τέσσερις βασιλιάδες της Ελευσίνας. Φιλοξένησε στα ανάκτορά του τη Δήμητρα, η οποία του δίδαξε τα μυστήρια της λατρείας της και του έδωσε, για πρώτη φορά, το αξίωμα του ιερέα. 2. Ήρωας της… …
9κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …
10κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π …
- 1
- 2