ἄνθρωπον
81συμφορά — η, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφορά Ν, και ιων. τ. συμφορή Α 1. κακοτυχία, δυστυχία, ατύχημα (α. «τόν βρήκε μεγάλη συμφορά» β. «ὑπὸ τῆς συμφορῆς ἐκπεπληγμένος», Ηρόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που φέρνει κακοτυχία, δεινά (α. «αυτός είναι αληθινή συμφορά για… …
82συνεποκέλλω — Α πέφτω στην ξηρά συγχρόνως με άλλους, εξοκέλλω από κοινού («συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ τὴν γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐποκέλλω «σπρώχνω, ρίχνω έξω»] …
83συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… …
84συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… …
85σωματοποιώ — έω, ΜΑ 1. προσδίδω σωματική υπόσταση, υλική ύπαρξη σε κάτι (α. «ἀπὸ τῶν θείων σωμάτων ἔρχονται εἰς τὰ θνητὰ αὗται αἱ σωματοποιοῡσαι ἐνέργειαι», Ερμ. Τρισμ. β. «συνέστηκεν... πρὸ τῶν δερματίνων σεσωματοποιῆσθαι χιτώνων τὸν ἄνθρωπον», Μεθόδ.) 2.… …
86υπεύθυνος — η, ο/ ὑπεύθυνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός ο οποίος έχει την ευθύνη για κάτι, υπαίτιος (α. «ο κύριος υπεύθυνος τής οικονομικής αναστάτωσης» β. «τῆς ἀγνοίας ὑπεύθυνος», Λουκιαν. γ. «προσκλήσεώς ἐστιν ὑπεύθυνος», Δημοσθ.) 2. αυτός που έχει την ευθύνη, από… …
87υποβλέπω — ὑποβλέπω ΝΜΑ λοξοκοιτάζω, βλέπω κάποιον με υποψία ή με δυσπιστία και φθόνο (α. «συνεχώς μέ υποβλέπει» β. «οἱ στρατιῶται ὑπέβλεπον αὐτὸν ὡς καταφρονοῡντα σφῶν», Πλάτ.) νεοελλ. εποφθαλμιώ κάτι, επιδιώκω να αποκτήσω κάτι (α. «υποβλέπει την περιουσία …
88υποδύω — ὑποδύω ΝΜΑ, και δ. τ. ὑποδύνω Α [δύω / δύνω] μέσ. υποδύομαι (στο θέατρο) υποκρίνομαι ορισμένο χαρακτήρα, παριστάνω ένα άλλο πρόσωπο μσν. αρχ. 1. (αμτβ.) εισέρχομαι κάτω από κάτι με ήρεμο τρόπο 2. προσποιούμαι («εἴ τις διαπεπλάσθαι τὸν ἄνθρωπον,… …
89φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …
90φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …