ἄνθρωπον
71οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… …
72οπηνίκα — ὁπηνίκα, δωρ. τ. ὁπανίκα (Α) επίρρ. 1. σε όποια ή σε ποια ώρα ή ημέρα ή σε τί καιρό («ὁπηνίκα χρὴ ὁρμᾱσθαι», Θουκ.) 2. όταν («ὁπηνίκα γὰρ ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατεσκεύαζε...», ΠΔ) 3. με την υπόθεση ότι («ὁπηνίκα ἐφαίνετο ταῡτα πεποιηκώς», Δημ.) 4 …
73παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …
74περιέρχομαι — ΝΜΑ 1. κινούμαι γύρω ή ανάμεσα σε έναν χώρο ή μια περιοχή (α. «περιέρχομαι τις αρχαιότητες» β. «θα περιέλθει δίσκος για τους φτωχούς» γ. «περιέρχονται κατὰ τὴν ἀγοράν», Πλάτ.) 2. φτάνω, καταλήγω κάπου (α. «η περιουσία του περιέρχεται στο Δημόσιο» …
75προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… …
76προσίημι — ΜΑ [ἵημι] αποδέχομαι κάτι ως λογικό ή αληθινό αρχ. 1. αφήνω κάποιον να πάει, να πλησιάσει κάπου («οὐ προσίεσαν πρὸς τὸ πῡρ τοὺς ὀψίζοντας», Ξεν.) 2. εφαρμόζω 3. (συν. το μέσ.) προσίεμαι α) δέχομαι κάτι ως ορθό, πιστεύω, νομίζω («προσίεσθαι τὰ… …
77προϋπόκειμαι — ΜΑ [ὑπόκειμαι] προϋπάρχω (α. «αὐτεξούσιον... γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον οὐχ ὡς προυποκειμένου τινὸς ἤδη κακοῡ», Μεθόδ. β. «προϋπόκειται τοῡ ἀνδριάντος τὸ ἐργαστήριον», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. υπάρχω ήδη ως προϋπόθεση 2. έχω προηγουμένως υποθηκευθεί …
78σαρκοποιώ — έω, ΜΑ [σαρκοποιός] μσν. παθ. σαρκοποιοῡμαι, έομαι (για τον Ιησού Χριστό) ενσαρκώνομαι, λαμβάνω ανθρώπινη υπόσταση αρχ. κατασκευάζω κάτι από σάρκα («σαρκοποιεῑν τὸν ἄνθρωπον ὅλον», Πλούτ.) …
79σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …
80συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… …