ἄνθεμον
1άνθεμον — ἄνθεμον, το (Α) 1. άνθος, λουλούδι 2. ονομασία φυτού, πιθ. η Ἀνθεμίς 3. άνθη που τα χρησιμοποιούσαν στη φαρμακευτική. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. με τον τ. «άν θος». Χρησιμοποιείται συχνά για να προσδιορίσει στολίδια κοσμημάτων, αγγείων κλπ., καθώς… …
2ἄνθεμον — flowers neut nom/voc/acc sg …
3ἀνθέμοις — ἄνθεμον flowers neut dat pl …
4ἀνθέμοισιν — ἄνθεμον flowers neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5ἀνθέμου — ἄνθεμον flowers neut gen sg …
6ἀνθέμων — ἄνθεμον flowers neut gen pl …
7κισσάνθεμο — το (Α κισσάνθεμον) είδος κυκλάμινου αρχ. κισσάμπελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + άνθεμον (< ἄνθεμον «άνθος»), πρβλ. κριν άνθεμον, μηλ άνθεμον] …
8χαλκάνθεμον — τὸ, Α το χρυσάνθεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ἄνθεμον «λουλούδι» (πρβλ. χρυσ άνθεμον)] …
9Chrysanthemum — sp Scientific classification Kingdom: Plantae …
10Mesembryanthemum — crystallinum Scientific classification Kingdom …