ἄνεμοί γε

  • 71αιμός — I Ορεινό σύστημα της νότιας Ευρώπης, το οποίο εκτείνεται με κατεύθυνση από τα Α προς τα Δ, κυρίως στο κεντρικό τμήμα της Βουλγαρίας. Οι οροσειρές αυτές, που εκτείνονται σχεδόν παράλληλα προς τη ροή του Δούναβη σε μήκος 600 χλμ., φτάνουν προς τα Δ …

    Dictionary of Greek

  • 72αιόλιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους δεκατρείς μνηστήρες της Ιπποδάμειας, που τον σκότωσε ο πατέρας της Οινόμαος για να εμποδίσει τον γάμο της και την επαλήθευση του χρησμού πως θα τον σκότωνε όποιος τη νυμφευόταν. * * * αἰόλιος, ον (Α) Ι [Αἰολίς]… …

    Dictionary of Greek

  • 73ανεμοβούνι — το 1. βουνό, εκτεθειμένο στους ανέμους 2. το βουνό από το οποίο πιστεύεται ότι ξεκινούν οι άνεμοι …

    Dictionary of Greek

  • 74ανεμώδης — ἀνεμώδης, ες (AM) (για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι αρχ. 1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος 2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους 3. εκείνος που προμηνύει άνεμο …

    Dictionary of Greek

  • 75ανιμισμός — Θεωρία που αποδίδει όλα τα φυσικά φαινόμενα σε μια πνευματική δύναμη ή ψυχή (από το λατινικό anima)ξεχωριστή από την ύλη. Στη βιολογία και στην ψυχολογία, o α. βασίζεται στην πεποίθηση ότι η ψυχή είναι άυλο στοιχείο, που συνεργάζεται με το σώμα… …

    Dictionary of Greek

  • 76αντεμφύσησις — ἀντεμφύσησις, η (Μ) το να φυσούν αντίθετοι άνεμοι …

    Dictionary of Greek

  • 77αυγουστίνες — οι 1. τοπικοί άνεμοι που φυσούν τον Αύγουστο σε μερικές περιοχές 2. νεράιδες που εμφανίζονται τον Αύγουστο …

    Dictionary of Greek

  • 78βαρυπνείων — βαρυπνείων, ο (Α) φρ. «βαρυπνείοντες ἀῆται» άνεμοι που φυσούν δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνείω, ποιητ. τ. του πνέω] …

    Dictionary of Greek

  • 79βόρειος — α, ο (AM βόρειος, α, ον, Α και βορήιος, η, ον, ιων. τ.) [Βορέας] αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος») αρχ. (το ουδ. πληθ. ως… …

    Dictionary of Greek

  • 80δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …

    Dictionary of Greek