ἄνεμοί γε
21Divinites grecques des vents — Divinités grecques des vents Dans la mythologie grecque et plus tard romaine, les divinités des vents ou Anémoi (en grec ancien Ἄνεμοι / Ánemoi, « les Vents » et en latin Venti, « les Vents »), fils d Éos (l Aurore) et d… …
22Divinité grecque des vents — Divinités grecques des vents Dans la mythologie grecque et plus tard romaine, les divinités des vents ou Anémoi (en grec ancien Ἄνεμοι / Ánemoi, « les Vents » et en latin Venti, « les Vents »), fils d Éos (l Aurore) et d… …
23Divinités Grecques Des Vents — Dans la mythologie grecque et plus tard romaine, les divinités des vents ou Anémoi (en grec ancien Ἄνεμοι / Ánemoi, « les Vents » et en latin Venti, « les Vents »), fils d Éos (l Aurore) et d Astréos ou d Éole, sont les… …
24Divinités grecques des vents — Dans la mythologie grecque et plus tard romaine, les divinités des vents ou Anémoi (en grec ancien Ἄνεμοι / Ánemoi, « les Vents » et en latin Venti, « les Vents »), fils d Éos (l Aurore) et d Astréos ou d Éole, sont les… …
25Dioses del viento griegos — Céfiro, el dios griego del viento del oeste, y la diosa Flora, en un cuadro de William Adolphe Bouguereau (1875). En la mitología griega, los Anemoi (en griego antiguo Άνεμοι, ‘vientos’) eran dioses del …
26αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …
27βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… …
28διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… …
29ετησίες — οι (Α ἐτησίαι) [έτος] (πολλές φορές συνοδεύεται από τη λέξη άνεμοι) περιοδικοί βόρειοι άνεμοι που πνέουν το καλοκαίρι στην ανατολική λεκάνη τής Μεσογείου, οι μεσογειακοί μουσσώνες, τα μελτέμια αρχ. 1. ο άνεμος Εύρος, δηλ. ο νοτιοανατολικός, κν.… …
30ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… …