ἄνεμοί γε

  • 101ναυαγός — ο και η (ΑΜ ναυαγός, όν, Α ιων. τ. ναυηγός) αυτός που ναυάγησε, καραβοτσακισμένος («οὐκ ἀνείλοντο τοὺς ναυαγούς», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει αποτύχει στη ζωή του («είναι ένας ναυαγός τού έρωτα») αρχ. 1. ως ουσ. αυτός που οδηγεί …

    Dictionary of Greek

  • 102νότιος — ια, ο (ΑΜ νότιος, ία, ον, Α αττ. τ. νότιος, ον, Μ και νοτίος, ίον) [νότος] 1. αυτός που είναι στραμμένος προς τον νότο ή βρίσκεται στον νότο, μεσημβρινός (α. «οἰκημένους δέ Λιβύης ἐπὶ τῇ νοτίῃ θαλάσσῃ», Ηρώνδ. β. «το νότιο δωμάτιο τού σπιτιού… …

    Dictionary of Greek

  • 103παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …

    Dictionary of Greek

  • 104παλαιοάνεμοι — οι (μετεωρ. γεωλ.) άνεμοι που έπνεαν στην επιφάνεια τής Γης σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές, όπως συνάγεται από διάφορα γεωλογικά στοιχεία που έχουν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα …

    Dictionary of Greek

  • 105παλμογράφος — Ηλεκτρονικό όργανο για την παρατήρηση και τη φωτογραφική αποτύπωση μεγεθών που αλλάζουν γρήγορα, κυρίως τάσεων ή εντάσεων. Π. ονομάζεται και όργανο που καταγράφει τους παλμούς της καρδιάς καθώς και ναυτιλιακό όργανο για την καταμέτρηση του εύρους …

    Dictionary of Greek

  • 106παρίστιο — το ναυτ. ξεχωριστή συμπληρωματική προσθήκη στο κάτω μέρος ή στα πλάγια τών ιστίων ενός ιστιοφόρου, η οποία έχει σκοπό την αύξηση τής συνολικής επιφάνειας τής ιστιοφορίας του και χρησιμοποιείται συνήθως όταν φυσούν ελαφροί άνεμοι, κν. κουρτελάτσα …

    Dictionary of Greek

  • 107πνευματώδης — ες, ΝΜΑ [πνεύμα, ατος] αέριος, ὁμοιος με τον αέρα, σε αντιδιαστολή με τον υδατώδη νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει οινόπνευμα, ο οινοπνευματώδης («πνευματώδη ποτά») 2. ευφυής, εύστροφος, ετοιμόλογος μσν. φρ. «πνευματώδες ζῴδιον» ζώδιο τού οποίου το… …

    Dictionary of Greek

  • 108προκύων — (Αστρον.). Αστέρας στον αστερισμό του Μικρού Κυνός, Ν των Διδύμων. Είναι διπλός αστέρας, που οφείλει τη σημασία του στον δεύτερο αστέρα του ζεύγους, την ύπαρξη του οποίου προέβλεψε ήδη από το 1844 ο Γερμανός αστρονόμος και μαθηματικός Φρίντριχ… …

    Dictionary of Greek

  • 109προσπίπτω — ΝΜΑ 1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή κάτι, προσκρούω 2. υποπίπτω στην αντίληψη κάποιου 3. προσπέφτω («προσπεσὼν δ αὐτῷ... ἱκέτευε», Πλάτ.) αρχ. 1. πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, τόν αγκαλιάζω 2. ασχολούμαι με κάτι με προσοχή και αφοσίωση 3. συναντώ… …

    Dictionary of Greek

  • 110πρωτονότια — τα, Ν ναυτ. ελαφροί νότιοι άνεμοι που πνέουν μετά τη φθινοπωρινή ισημερία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νοτιάς] …

    Dictionary of Greek