ἄνδρες ἥμονες

  • 1ήμων — ἥμων, ο (Α) στον πληθ. οἱ ἥμονες ακοντιστές, σφενδονήτες («ἥμονες ἄνδρες ἀνέσταν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἡ (τού ἵημι, πρβλ. ἦκα, αόρ. τού ἵημι) + μων] …

    Dictionary of Greek