ἄνδρες ἡ
1ἅνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl …
2ἇνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl …
3ἄνδρες — ἀνήρ nar masc nom/voc pl …
4Πολλοὶ μὲν ἄνθρωποι, ὀλίγοι δὲ ἄνδρες. — См. Людей нет! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5τζαούσιοι — Άνδρες τμήματος της σωματοφυλακής του αυτοκράτορα στους τελευταίους αιώνες της Bυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο αρχηγός τους είχε την 37η θέση στη σειρά της αυλικής ιεραρχίας και ονομαζόταν μέγας τζαούσιος …
6'νδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl …
7τὤνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl …
8τὦνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl (doric) …
9ὦνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl …
10ὧνδρες — ἄνδρες , ἀνήρ nar masc nom/voc pl …