ἄνασσα

  • 31κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 32πάμφοιτος — πάμφοιτος, ον (Α) αυτός που συχνάζει σε όλα τα μέρη, ο πανταχού παρών («πάμφοιτος ἄνασσα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φοιτος (< φοιτῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 33πανδυνάστειρα — ἡ, Α αυτή που όλους τους δυναστεύει, τούς κυβερνά («πανδυνάστειρα ἄνασσα», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δυνάστειρα, θηλ. τού δυνάστης] …

    Dictionary of Greek

  • 34όργια — Μονάδα μήκους, που χρησιμοποιείται συνήθως για τη μέτρηση του βάθους των νερών. Είναι αιγυπτιακής προέλευσης και ισούται με περίπου 1,85 μ.. Από τον Μεσαίωνα έως την καθιέρωση του δεκαδικού συστήματος, την ο. τη χώριζαν σε 6 πόδες ή 72 δακτυλίους …

    Dictionary of Greek

  • 35ἀνάσσηι — ἀνάσσῃ , ἄνασσα queen fem dat sg (attic epic ionic) ἀνάσσῃ , ἀνάσσω to be lord pres subj mp 2nd sg ἀνάσσῃ , ἀνάσσω to be lord pres ind mp 2nd sg ἀνάσσῃ , ἀνάσσω to be lord pres subj act 3rd sg ἀνάσσῃ , ἀνάζω aor subj mid 2nd sg ἀνάσσῃ , ἀνάζω aor …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)