ἄνασσα

  • 21Sampi — Graphies Capitale Ϡ, Ͳ Bas de casse ϡ, ͳ …

    Wikipédia en Français

  • 22Ͳ — Sampi Sampi Graphies Graphie {{{graphie}}} Capitale Ͳ …

    Wikipédia en Français

  • 23ͳ — Sampi Sampi Graphies Graphie {{{graphie}}} Capitale Ͳ …

    Wikipédia en Français

  • 24Ϡ — Sampi Sampi Graphies Graphie {{{graphie}}} Capitale Ͳ …

    Wikipédia en Français

  • 25Iphigenia — IPHIGENIA, æ, Gr. Ἰφιγένεια, ας, (⇒ Tab. XXX.) 1 §. Namen. Dieser soll ursprünglich von Jephtha herkommen, woraus Iphis gemacht worden, und Iphigenia, so viel als genita ex Iphe, oder Jephtha Tochter heißen. Voss. Theol. gent. l. I. c. 23. Sie… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 26-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… …

    Dictionary of Greek

  • 27Ευάνασσα — Εὐάνασσα, η (Α) επίθ. τής Δήμητρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άνασσα, θηλ. τού άναξ*] …

    Dictionary of Greek

  • 28άνα — (I) ἄνα (Α) [ἄναξ] 1. (κλητ. τού ἄναξ) βασιλιά (μόνο στις φρ. ὦ ἄνα και συνηρ. ὦνα και Ζεῡ ἄνα και πάντα ως προσαγόρευση θεών) 2. (κλητ. αντί τού ἄνασσα) βασίλισσα. (II) ἄνα, η (Α) [ἄνω] η ἄνυσις*. (III) ἄνα (Α) [ἀνά] αναστροφή τής προθέσεως ἀνά… …

    Dictionary of Greek

  • 29ίππιος — ἵππιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ίππο ή σε ίππους («ἵππιον σθένος», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει σε ιππείς, ή σε ιππικούς αγώνες ή στο ιπποδρόμιο («ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι κεῑνον ἱππίῳ νόμῳ Αἰοληΐδι μολπᾷ χρή», Πίνδ.) 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἵππιος …

    Dictionary of Greek

  • 30αναξίμολπος — ἀναξίμολπος, η (Α) (επίθ. τής Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα τής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»] …

    Dictionary of Greek