ἄμπελοι
1Άμπελοι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ., 945 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Βρίσκεται στην πεδιάδα δεξιά του Στρυμόνα και ΒΔ της Νιγρίτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βισαλτίας …
2Ἄμπελοι — Ἄμπελος masc nom/voc pl …
3ἄμπελοι — ἄμπελος grape vine fem nom/voc pl …
4Πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …
5άσκαφος — η, ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, ον) αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος») 2. όποιος δεν… …
6δωδεκάφορος — δωδεκάφορος, ον (Α) φρ. «ἄμπελοι δωδεκάφοροι» που καρποφορούν δώδεκα φορές τον χρόνο …
7ηδύοινος — ἡδύοινος, δωρ. τ. ἁδύοινος, ον (Α) 1. αυτός που παράγει γλυκό κρασί («ἡδύοινοι ἄμπελοι», Ξεν.) 2. αυτός που περιέχει γλυκό κρασί 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡδύοινοι αυτοί που έχουν και πωλούν γλυκό κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οίνος] …
8κάτηρυς — κάτηρυς, ήρυδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) φρ. «κατήρυδες ἄμπελοι» αμπέλια φορτωμένα με καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιθ. ἀρύω] …
9λήμνιος — Προσωνυμία του θεού Ήφαιστου στη Λήμνο. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ο Δίας μάλωσε μία φορά με την Ήρα και ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Δίας τότε θύμωσε, τον έπιασε από το πόδι και τον πέταξε στο άπειρο. Μετά από πτώση που διήρκεσε μία… …
10πίσα — Αρχαία πόλη κοντά στο ιερό της Ολυμπίας, από την οποία η περιοχή ονομάστηκε Πασάτις χώρα. Ως ιδρυτής της αναφέρεται ο Πίσος, εγγονός του θεού των ανέμων Αίολου. Η θέση της πόλης με το ένδοξο μυκηναϊκό παρελθόν (βασιλιάς της ήταν ο Οινόμαος) δεν… …
- 1
- 2