ἄμουσος
1ἄμουσος — without song masc/fem nom sg …
2άμουσος — η, ο (AM ἄμουσος, ον) αυτός που δεν έχει μουσικό αίσθημα, ο αφιλόμουσος αρχ. 1. ο δίχως αίσθηση ή αγάπη για τις τέχνες, απαίδευτος, αμόρφωτος, άξεστος 2. αγενής, άσεμνος, χυδαίος 3. (για ήχους) ο μη αρμονικός, ο παράφωνος 4. (απρόσωπη φράση)… …
3άμουσος — η, ο απαίδευτος, ακαλαίσθητος: Άμουσος καθώς ήταν, τον ενοχλούσαν από συζητήσεις πάνω σε θέματα καλλιτεχνικά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Χρεία διδάσκει κἂν ἄμουσος ᾗ. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5ἀμουσότερον — ἄμουσος without song adverbial comp ἄμουσος without song masc acc comp sg ἄμουσος without song neut nom/voc/acc comp sg …
6ἀμουσοτέρων — ἄμουσος without song fem gen comp pl ἄμουσος without song masc/neut gen comp pl …
7ἀμουσότατα — ἄμουσος without song adverbial superl ἄμουσος without song neut nom/voc/acc superl pl …
8ἀμουσότατον — ἄμουσος without song masc acc superl sg ἄμουσος without song neut nom/voc/acc superl sg …
9ἀμούσως — ἄμουσος without song adverbial ἄμουσος without song masc/fem acc pl (doric) …
10ἄμουσον — ἄμουσος without song masc/fem acc sg ἄμουσος without song neut nom/voc/acc sg …