ἄμισϑος
1άμισθος — άμισθος, η, ο και άμιστος, η, ο 1. αυτός για τον οποίο δε δίνεται μισθός: Η θέση είναι τιμητική και άμισθη. 2. αυτός που δεν παίρνει μισθό: Διορίστηκε άμισθος πρόξενος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἄμισθος — without hire masc/fem nom sg …
3άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] …
4πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …
5ἀμίσθως — ἄμισθος without hire adverbial ἄμισθος without hire masc/fem acc pl (doric) …
6ἄμισθον — ἄμισθος without hire masc/fem acc sg ἄμισθος without hire neut nom/voc/acc sg …
7ἀμίσθοις — ἄμισθος without hire masc/fem/neut dat pl …
8ἀμίσθου — ἄμισθος without hire masc/fem/neut gen sg …
9ἀμίσθους — ἄμισθος without hire masc/fem acc pl …
10ἀμίσθων — ἄμισθος without hire masc/fem/neut gen pl …