ἄμιθα

  • 1άμιθα — ἄμιθα, τα (Α) ίσως ταυτόσημο τού ἄμης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασιολογική συγγένεια της λ. με το ουσ. ἄμης* «είδος γαλατόπιτας» οδηγεί στην υπόθεση ότι είναι πιθανή και ετυμολογική συγγένεια τών δύο λέξεων] …

    Dictionary of Greek