ἄμβη
1άμβη — ἄμβη, η (Α) 1. υψωμένο και προτεταμένο άκρο τόπου, κτηρίου ή πράγματος 2. το χείλος τής στεφάνης τού τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. συνδέεται με το ρήμα ἀναβαίνω, καθόσον σε όλες τις χρήσεις τής λ. υπάρχει η έννοια τού «ύψους»] …
2ἄμβη — raised edge fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd sg (homeric) …
3ἄμβην — ἄμβη raised edge fem acc sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἀναβαίνω go up aor ind act 1st sg (homeric) …
4ἄμβης — ἄμβη raised edge fem gen sg (attic epic ionic) ἀναβαίνω go up aor ind act 2nd sg (homeric) …
5ἄμβας — ἄμβᾱς , ἄμβη raised edge fem acc pl ἄμβᾱς , ἄμβη raised edge fem gen sg (doric aeolic) ἀναβαίνω go up aor ind act 2nd sg (epic) …
6άμβιξ — ( ικος) και άμβυξ ( υκος), ο (Α ἄμβιξ και ἄμβυξ) νεοελλ. 1. μεγάλη χύτρα όμοια με λέβητα 2. το σώμα τού αποστακτικού λέβητα 3. ολόκληρη η συσκευή απόσταξης, ο λαμπίκος αρχ. είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να… …
7άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …
8αμβοειδής — ἀμβοειδής, ές (Α) αυτός που προεξέχει, κυρτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβη «ό,τι προεξέχει, εξόγκωμα» + ειδής < εἶδος] …
9υπαμβής — ές, Α κεκλιμένος λοξά προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αμβής (< ἄμβη «άμβωνας»)] …