ἄλυτος
1ἄλυτος — not to be loosed masc/fem nom sg …
2άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …
3άλυτος — η, ο αυτός που δε λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί: Έχω τα προβλήματα ακόμη άλυτα. – Το πρόβλημα αυτό είναι άλυτο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀλύτως — ἄλυτος not to be loosed adverbial ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc pl (doric) …
5ἄλυτον — ἄλυτος not to be loosed masc/fem acc sg ἄλυτος not to be loosed neut nom/voc/acc sg …
6ἀλυτώτεροι — ἄλυτος not to be loosed masc nom/voc comp pl …
7ἀλύτοιο — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg (epic) …
8ἀλύτοις — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl …
9ἀλύτοισι — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἀλύτου — ἄλυτος not to be loosed masc/fem/neut gen sg ἀλύτης police officer masc gen sg …