ἄλση
21απάτητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να πατηθεί, να βεβηλωθεί, άβατος: Τα ιερά άλση ήταν τόποι απάτητοι. 2. αυτός που δε συνθλίφτηκε, δεν πατήθηκε: Είχαν τα σταφύλια ακόμα απάτητα. 3. αυτός που δεν πατήθηκε, δεν κυριεύτηκε: Το Σούλι αποδείχτηκε… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Страницы