ἄλοφος
1άλοφος — άλοφος, η, ο και αλόφωτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει λόφους: Η περιοχή που βρισκόμασταν ήταν εντελώς άλοφη. 2. αυτός που δεν έχει λοφίο: Φορούσαν περικεφαλαίες, αλλά άλοφες …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2ἄλοφος — masc/fem nom sg …
3άλοφος — (alophus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιανιδών. Πρόκειται για μικρό σκαθάρι (κάνθαρος), μεγέθους 0,5 έως 1 εκ., γκριζωπού χρώματος, χωρίς φτερά. Το ρύγχος του είναι μακρύτερο από το κεφάλι, λίγο καμπυλωμένο και με αυλάκι …
4ἄλοφον — ἄλοφος masc/fem acc sg ἄλοφος neut nom/voc/acc sg …
5ἀλλόφως — ἄλλοφος without a crest adverbial (epic) ἄλλοφος without a crest masc/fem acc pl (epic doric) ἄλοφος adverbial (epic) ἄλοφος masc/fem acc pl (epic doric) …
6ἄλλοφον — ἄλλοφος without a crest masc/fem acc sg (epic) ἄλλοφος without a crest neut nom/voc/acc sg (epic) ἄλοφος masc/fem acc sg (epic) ἄλοφος neut nom/voc/acc sg (epic) …
7CRISTA — I. CRISTA apud Virgilium, l. 9. Aen. v. 732. ubide Turno, tremunt in vertice cristae Sanguineae ornatus galeae est, qui illam admirabilem reddit, ut loquitur Etymologicum, Τὸ περιςςεϋον τῆς περικεφαλαίας ἀνάςτημα χάριν κόσμου καὶ καταπλήξεως.… …
8ORCI Galea — apud Homer. Il. ε. v. 845. ubi de Minerva, Δῦν᾿ Α᾿ΐδος κυνέην, μὴ μὰν ἴδοι ὄβριμος Α῎ρης. Inducit Orci galeam, ne ipsam videret potens Mars. Nebula est densissima, quâ se Dii condebant apud Poetas, cum conspicui esse nollent. Metaphorâ desumptâ a …
9λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …
10ἄλλοφος — without a crest masc/fem nom sg (epic) ἄλοφος masc/fem nom sg (epic) …