ἄλοξ
1άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …
2ἄλοξ — fem nom/voc sg αὖλαξ furrow fem nom/voc sg (epic) …
3ἀλόκων — ἄλοξ fem gen pl αὖλαξ furrow fem gen pl (epic) …
4ἄλοκα — ἄλοξ fem acc sg αὖλαξ furrow fem acc sg (epic) …
5ἄλοκας — ἄλοξ fem acc pl αὖλαξ furrow fem acc pl (epic) …
6ἄλοκες — ἄλοξ fem nom/voc pl αὖλαξ furrow fem nom/voc pl (epic) …
7ἄλοκι — ἄλοξ fem dat sg αὖλαξ furrow fem dat sg (epic) …
8ἄλοκος — ἄλοξ fem gen sg αὖλαξ furrow fem gen sg (epic) …
9ἄλοξι — ἄλοξ fem dat pl (epic) αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) …
10ἄλοξιν — ἄλοξ fem dat pl (epic) αὖλαξ furrow fem dat pl (epic) …
- 1
- 2