ἄλοβος
1άλοβος — η, ο (Α ἄλοβος, ον) [λοβός] νεοελλ. αυτός που δεν έχει λοβό αρχ. (για θυσιαζόμενα ζώα) αυτός που στερείται λοβού τού ήπατος και για τούτο δυσοίωνος …
2άλοβος — η, ο αυτός που δεν έχει λοβό (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3ἄλοβον — ἄλοβος with lobe wanting masc/fem acc sg ἄλοβος with lobe wanting neut nom/voc/acc sg …
4ἀλόβων — ἄλοβος with lobe wanting masc/fem/neut gen pl …
5ἄλοβα — ἄλοβος with lobe wanting neut nom/voc/acc pl …