ἄλλως τε καὶ εἰ

  • 21Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 22Βορειοδυτικά Εδάφη — (Northwest Territories). Διοικητική περιφέρεια (1.346.106 τ. χλμ., 40.900 κάτ. το 2001) της Ομοσπονδίας του Καναδά, στα ΒΔ της χώρας. Χωρίζεται σε τρία διοικητικά διαμερίσματα (Μακένζι, Κιουέτιν και Φράνκλιν), με πρωτεούσα το Γελοουνάιφ. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 23ДОСИФЕЙ II НОТАРА — [греч. Ϫοσίθεος Νοταρᾶς] (31.05.1641, сел. Арахова (совр. Эксохи, ном Ахея, Греция) 7.02.1707, К поль), патриарх Иерусалимский (1669 1707). Жизнь Род. в семье торговца Николая Скарпета, утверждавшего свое происхождение от к польской фамилии… …

    Православная энциклопедия

  • 24Καλαποθάκης, Δημήτριος — (Αρεόπολη Λακωνίας 1862 – Μόναχο 1921). Δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Σε νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με το θέατρο και τη δημοσιογραφία. Κατά την περίοδο που ζούσε στον Βόλο ασχολήθηκε με τις εκδόσεις και τη συγγραφή. Ίδρυσε το περιοδικό… …

    Dictionary of Greek

  • 25Nenano — Phthora Nenano (gr. φθορά νενανῶ, also νενανὼ) is the name of one of the two extra modes in the Byzantine Octoechos an eight mode system, which was created by a reform of the Monastery Agios Sabas, near Jerusalem, during the seventh century.… …

    Wikipedia

  • 26αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …

    Dictionary of Greek

  • 27θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 28μελετώ — άω (ΑM μελετῶ, άω, Α και μελετῶ, έω) 1. προσπαθώ να μάθω ή να κατανοήσω κάτι με άσκηση ή με ανάγνωση, επιδίδομαι στη σπουδή ενός θέματος, σπουδάζω (α. «μὴ προμεριμνᾱτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾱτε», ΚΔ β. «μελετώ τη θεωρία τής σχετικότητας») 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 29Λεβινάς, Εμανουέλ — (Emmanuel Levinas, Κάουνας 1906 – Παρίσι 1995). Γάλλος φιλόσοφος και πανεπιστημιακός, λιθουανικής καταγωγής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Το 1928 συνέχισε με σπουδές φαινομενολογίας στο πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ, υπό την… …

    Dictionary of Greek

  • 30Μπαλάνος, Κοσμάς — (Ιωάννινα 1731 – 1808). Λόγιος κληρικός και δάσκαλος. Γιος του Βασιλόπουλου Μπαλάνου (βλ. λ. Βασιλόπουλος, Μπαλάνος), ο Μ. διδάχτηκε τα κοινά και τα εγκύκλια γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε κωμοπόλεις της… …

    Dictionary of Greek