ἄλλοθεν ἄλλος

  • 1άλλοθεν — ἄλλοθεν επίρρ. (Α) 1. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλο πρόσωπο, από άλλη πηγή ή αιτία 3. φρ. «ἄλλοθεν ἄλλος», άλλος από ένα μέρος και άλλος από άλλο «ἄλλοθεν ὁθενοῦν ή ὁποθενοῦν», από οποιοδήποτε άλλο μέρος «ἄλλοθεν ποθεν», από κάποιο άλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 2άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …

    Dictionary of Greek

  • 3Religion grecque (sources) — Religion grecque antique (sources) La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de… …

    Wikipédia en Français

  • 4Religion grecque antique (sources) — La religion grecque antique n existant plus en tant que telle, il n est pas possible de la décrire à partir d observations directes. Il faut donc, pour la connaître, s appuyer sur un ensemble important de sources, qui sont principalement d ordre… …

    Wikipédia en Français

  • 5Religión de la Antigua Grecia (fuentes) — Saltar a navegación, búsqueda La religión de Grecia Antigua no es posible describirla a partir de observaciones directas. Hace falta pues, para conocerla, apoyarse en un conjunto importante de fuentes, que son principalmente de orden literario,… …

    Wikipedia Español

  • 6πάρημαι — Α 1. κάθομαι, είμαι καθισμένος κοντά σε κάποιον 2. κάθομαι και τρώω στο τραπέζι κάποιου άλλου 3. κατοικώ κοντά σε κάποιον ή κατοικώ μαζί με κάποιον 4. πλησιάζω κάποιον («παρήμενοι ἄλλοθεν ἄλλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. τού παρέζομαι «κάθομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 7εξέρχομαι — (AM ἐξέρχομαι) [έρχομαι] βγαίνω έξω («τείχεος ἐξελθεῑν», Ομ. Ιλ.) μσν. νεοελλ. αποχωρώ από υπηρεσία ή αξίωμα («εξέρχεται τής υπηρεσίας») αρχ. μσν. 1. ξεκινώ, πηγαίνω να ασχοληθώ με κάτι 2. (για αίμα ή δάκρυα) πηγάζω, βγαίνω 3. (για νερό) πηγάζω,… …

    Dictionary of Greek

  • 8παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη …

    Dictionary of Greek