ἄλλη
1άλλη — ἄλλῃ επίρρ. (Α) 1. ως επίρρ. τόπου δηλώνει: α) στάση σε άλλο τόπο, σε άλλο μέρος, αλλού στη φρ. «ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ» σημαίνει «εδώ κι εκεί» β) προς τόπο κίνηση προς άλλο τόπο, αλλού ΙΙ. ως επίρρ. τρόπου με άλλο τρόπο, αλλιώς, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
2ἄλλῃ — indeclform (adverb) ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) …
3ἀλλῇ — ἀναλάζομαι take again fut ind mp 2nd sg (doric) …
4ἄλλη — ἄλλος y fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5Άλλη Μεριά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 1.009 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πορταριάς. Η Ά.Μ. είναι προάστιο του Βόλου και τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματός του. Σε διάφορα σπίτια και σε έναν… …
6κἄλλῃ — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) …
7ἄλληι — ἄλλῃ , ἄλλῃ indeclform (adverb) ἄλλῃ , ἄλλος y fem dat sg (attic epic ionic) …
8Κούλουρη — Άλλη ονομασία της Σαλαμίνας, του κύριου κόλπου της και της ομώνυμης κωμόπολης. Η ονομασία αυτή αναφέρεται και σε κείμενα του 15ου αι. Βλ. λ. Σαλαμίνα. * * * η 1. κοινή ονομασία τού νησιού τής Σαλαμίνας 2. φρ. «πήγε η καρδιά μου στην Κούλουρη»… …
9αεροδοχείο — Άλλη ονομασία του αεροκιβώτιου (βλ. λ.). * * * το τεχνολ. μεταλλικό δοχείο που περιέχει αέρα και εξασφαλίζει με τη βοήθεια αντλίας την ομαλή και επιθυμητή ροή υγρών (συνήθως νερού) σε δίκτυο σωληνώσεων …
10αθάνατος — Άλλη ονομασία του φυτού αγαύη (βλ. λ.). * * * η, ο (Α ἀθάνατος, ον) 1. αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, που δεν πεθαίνει, αιώνιος 2. (για αφηρημένες έννοιες) ακατάλυτος, αναλλοίωτος, άφθαρτος νεοελλ. 1. υπέροχος, έξοχος, θεσπέσιος,… …