ἄλκη
1άλκη — άλκη, η και αλκή, η είδος μεγάλου ελαφιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2Ἀλκῇ — Ἀλκή fem dat sg (attic epic ionic) …
3Ἀλκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ἀλκή — strength fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ἄλκη — elk fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ἄλκῃ — ἄλκη elk fem dat sg (attic epic ionic) …
7αλκή — η (Α ἀλκή) η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση 2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη νεοελλ. ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος αρχ. 1. η δύναμη γενικά… …
8αλκή — η σωματική και ψυχική δύναμη: Στα περσικά στίφη οι Έλληνες αντέταξαν την αλκή τους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9ἀλκῇ — ἀλκάζω put forth strength fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀλκάζω put forth strength fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀλκή strength fem dat sg (attic epic ionic) …
10άλκη ή αλκή — Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των ελαφιδών. Κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα των διαφόρων ειδών ά. είναι το μεγάλο ανάστημα, γύρω στα δύο και πλέον μέτρα στο ακρώμιο, πόδια και ρύγχος μακριά σε σχέση με το σώμα και τον λαιμό, τρίχωμα …