ἄλιμα
1ἄλιμα — ἄλιμος banishing hunger neut nom/voc/acc pl …
2ἅλιμα — ἅλιμος of neut nom/voc/acc pl …
3ἅλιμ' — ἅλιμα , ἅλιμος of neut nom/voc/acc pl ἅλιμε , ἅλιμος of masc/fem voc sg …
4ALIMUS — I. ALIMUS Graece Α῎λιμος, absque aspitatione, apud Solinum c. 17. ubi de Creta Insul. Herba ἄλιμος dicitur: ea admorsa diurnam famem prohibet. proinde et haec Cretica est. Itaque hinc ei nomen; quae enim sitim et famen arcent pharmaca, ἄλιμα et… …
5FAME necare — iurisdictionis species, apud Aragonenses. Fori Oscae A. C. 1247. sub Iacobo I. Aragon. Rege Si homo infantionis occiderit hominem infantionis, talem homicidam potest dominus eius in captione, fame, sui aut frigore necare. Sic in Observantiis… …
6Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… …
7Κονγκός — (Congο). Ποταμός (4.380 χλμ.) της Αφρικής, ο δεύτερος σε μήκος της αφρικανικής ηπείρου, μετά τον Νείλο, και ο δεύτερος στον κόσμο, μετά τον Αμαζόνιο, σε λεκάνη απορροής (3.690.000 τ. χλμ.) και σε παροχή νερού (75.000 κ.μ./δευτ. στις εκβολές).… …