ἄλημα
1άλημα — ἄλημα, το (Α) [ἀλῶ] 1. λεπτό αλεύρι, άχνη 2. (για πρόσωπα) παμπόνηρος και πανούργος άνθρωπος ή σύνολο ανθρώπων …
2ἄλημα — fine meal neut nom/voc/acc sg …
3ἀλημάτων — ἄλημα fine meal neut gen pl …
4ἀλήματα — ἄλημα fine meal neut nom/voc/acc pl …
5αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… …
6αλώμαι — ἀλῶμαι ( άομαι) (Α) 1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι 2. περιπλανιέμαι μακριά από την πατρίδα, είμαι εκτοπισμένος, ζω στην εξορία 3. βρίσκομαι σε απορία, σε αδιέξοδο, είμαι αμήχανος, σαστισμένος 4. περιφέρομαι μακριά από κάποιον ή κάτι, μού λείπει… …