ἄληθες
1άληθες — ἄληθες επίρρ. (Α) βλ. αληθής …
2ἀληθές — ἀληθής unconcealed masc/fem voc sg ἀληθής unconcealed neut nom/voc/acc sg …
3ἄληθες — ἄ̱ληθες , ἀλήθω imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀλήθω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀληθής unconcealed indeclform (adverb) …
4Ἐξ ἀνοήτου καὶ μεθύοντος μαθήσῃ τὸ ἀληθὲς. — ἐξ ἀνοήτου καὶ μεθύοντος μαθήσῃ τὸ ἀληθὲς. См. Глупый да малый говорят правду …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Ἐξ ἀνοήτου καὶ μεϑύοντος μαϑήση τὸ ἀληϑὲς. — См. Пьяный, что малый: что на уме, то и на языке …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6εναλήθης — άληθες (AM ἐναλήθης, άληθες) Ι. αληθοφανής, πιθανός …
7τἀληθές — ἀληθές , ἀληθής unconcealed masc/fem voc sg ἀληθές , ἀληθής unconcealed neut nom/voc/acc sg …
8τὠληθές — ἀληθές , ἀληθής unconcealed masc/fem voc sg ἀληθές , ἀληθής unconcealed neut nom/voc/acc sg …
9φιλαλήθης — άληθες, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την αλήθεια,ειλικρινής αρχ. προσωνυμία τού Διός σε νομίσματα τής Λαοδικείας. επίρρ... φιλαλήθως ΝΜΑ με φιλαλήθεια, με ειλικρίνεια («φιλαλήθως καὶ ἀδεκάστως», Ωριγ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀληθής] …
10αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …