ἄλαν
1Ἀλᾶν — Ἄλης masc gen pl (doric aeolic) …
2ἀλᾶν — ἄλη wandering fem gen pl (doric aeolic) ἀλέα avoiding fem acc sg (doric) …
3Ἁλᾶν — Ἅλη fem gen pl (doric aeolic) …
4ἁλᾶν — ἁλή salt works fem gen pl (doric aeolic) …
5Ἄλαν — Ἄλᾱν , Ἄλης masc acc sg (epic doric aeolic) Ἄλης masc acc sg …
6ἄλαν — ἄλᾱν , ἄλη wandering fem acc sg (doric aeolic) …
7ἅλαν — ἄλᾱν , ἄλη wandering fem acc sg (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 1 imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 1 imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 2 seize imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἔλᾱν , λάω 2 seize imperf ind act 1st… …
8Πόε, Έντγκορ Άλαν — (Poe). Αμερικανός συγγραφέας (Βοστώνη 1809 Βαλτιμόρη 1849). Έμεινε ορφανός σε ηλικία δύο μόλις ετών και την ανατροφή του ανέλαβε ένας πλούσιος έμπορος του Ρίτσμοντ, ο Τζον Άλαν. Από το 1815 ως το 1820 έζησε στη Μεγάλη Βρετανία, φοιτώντας σε… …
9Μακ Ντάιαρμιντ, Άλαν — (Alan MacDiarmid, Μάστερτον, Νέα Ζηλανδία 1927 –). Αμερικανός χημικός. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Βικτόρια και συνέχισε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν, στις ΗΠΑ, για διδακτορικό τίτλο και αργότερα στο Κουίνς Κόλετζ του Πανεπιστημίου… …
10Κάνινγκχαμ, Άλαν — (Alan Cunningham, 1791 – 1839). Βρετανικός βοτανολόγος και εξερευνητής. Επισκέφθηκε πολλά μέρη της υδρογείου, σταλμένος από τη βρετανική κυβέρνηση για τη συλλογή διαφόρων ειδών φυτών. Το 1816 έφτασε στην Αυστραλία, όπου επιδόθηκε σε εξερευνητικά… …