ἄκρῐτος
1ἄκριτος — undistinguishable masc/fem nom sg …
2άκριτος — (I) η, ο (Α ἄκριτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει κρίση, δεν κρίνει ή δεν μπορεί να κρίνει κάτι 2. (για λόγους ή πράξεις) αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 3. (για πρόσωπα και υποθέσεις) αυτός που δεν πέρασε από δίκη, δεν κρίθηκε, αδίκαστος,… …
3άκριτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει κρίση: Αυτά είναι λόγια άκριτα. 2. αυτός που δεν κρίθηκε, δεν αποφασίστηκε: Ο αγώνας έμεινε άκριτος. 3. αυτός που δε δικάστηκε: Βρίσκεται στη φυλακή άκριτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀκριτώτερον — ἄκριτος undistinguishable masc acc comp sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc comp sg ἄκριτος undistinguishable adverbial …
5ἀκρίτως — ἄκριτος undistinguishable adverbial ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc pl (doric) …
6ἄκριτον — ἄκριτος undistinguishable masc/fem acc sg ἄκριτος undistinguishable neut nom/voc/acc sg …
7ἀκριτώτεροι — ἄκριτος undistinguishable masc nom/voc comp pl …
8ἀκρίτοις — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl …
9ἀκρίτοισι — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
10ἀκρίτου — ἄκριτος undistinguishable masc/fem/neut gen sg …