ἄκουσμα
1ἄκουσμα — thing heard neut nom/voc/acc sg …
2άκουσμα — το, ατος 1. αυτό που ακούμε: Στο άκουσμα της είδησης αυτής ταράχτηκε. 2. φήμη: Το άκουσμα είναι δυσάρεστο, αλλά πρέπει να εξακριβωθεί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3άκουσμα — Αυτό που ακούμε· επίσης, η φήμη. Στον πληθυντικό α. λέγονται οι συνθηματικές λέξεις ή φράσεις που χρησιμοποιούσαν οι μύστες των πυθαγορείων ως σημεία μεταξύ τους αναγνώρισης. * * * το (Α ἄκουσμα) 1. αυτό που πληροφορείται κανείς με την ακοή 2.… …
4Ἥδιστον ἄκουσμα ἔπαινος. — См. Хвалы приманчивы; как их не пожелать …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5ἄκουσμ' — ἄκουσμα , ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc sg …
6ἀκουσμάτων — ἄκουσμα thing heard neut gen pl …
7ἀκούσμασι — ἄκουσμα thing heard neut dat pl …
8ἀκούσμασιν — ἄκουσμα thing heard neut dat pl …
9ἀκούσματα — ἄκουσμα thing heard neut nom/voc/acc pl …
10ἀκούσματι — ἄκουσμα thing heard neut dat sg …