ἄκολος
1ἄκολος — bit fem nom sg …
2άκολος — (I) ἄκολος, η (Α) πολύ μικρό κομμάτι ψωμιού, μπουκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεσή της με το σανσκρ. aśnāti «τρώγω» δεν βοηθάει καθόλου στην ερμηνεία τού σχηματισμού της επίσης αβέβαιη είναι και η σχέση τής λ. με το ουσ.… …
3ἀκόλοισιν — ἄκολος bit fem dat pl (epic ionic aeolic) …
4ἀκόλου — ἄκολος bit fem gen sg …
5ἀκόλους — ἄκολος bit fem acc pl …
6ἀκόλων — ἄκολος bit fem gen pl …
7ἀκόλως — ἄκολος bit fem acc pl (doric) …
8ἀκόλῳ — ἄκολος bit fem dat sg …
9ἄκολοι — ἄκολος bit fem nom/voc pl …
10ἄκολον — ἄκολος bit fem acc sg …
Страницы
- 1
- 2