ἄκμη

  • 81περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… …

    Dictionary of Greek

  • 82προακμάζω — Α 1. ωριμάζω πρωτύτερα 2. φτάνω πρώιμα στην ακμή τής ηλικίας μου 3. βρίσκομαι στην ηλικία πριν από την ακμή μου …

    Dictionary of Greek

  • 83πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …

    Dictionary of Greek

  • 84πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …

    Dictionary of Greek

  • 85τρίπολη — I Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αρκαδίας και της επαρχίας Μαντινείας. Χτισμένη στους πρόποδες του Μαινάλου (υψόμ. 663 μ.) σε σχέδιο των Βαβαρών (1836) και περικλειόμενη από διαδοχικά ορεινά συγκροτήματα, στο κέντρο σχεδόν της… …

    Dictionary of Greek

  • 86υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… …

    Dictionary of Greek

  • 87υπερακμάζω — ΜΑ [ἀκμάζω] μσν. 1. έχω υπερβεί την ακμή τής ηλικίας μου, έχουν περάσει τα νιάτα μου 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία από κάτι («παντοίοις ὑπερακμάζων κακοῑς», Θεοφ.) αρχ. υπερτερώ σε ακμή, υπερέχω σε δύναμη …

    Dictionary of Greek

  • 88ωραίος — α, ο / ὡραῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. θηλ. ὡραίη και αιολ. τ. θηλ. ὡράα Α (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που θέλγει τις αισθήσεις, που έχει πολύ καλή αισθητική εμφάνιση, όμορφος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ωραίο α) η έννοια τής ωραιότητας β)… …

    Dictionary of Greek

  • 89ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην …

    Dictionary of Greek

  • 90Αγλαόφων ή Αγλαοφών — Όνομα δύο αρχαίων ζωγράφων. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο, πατέρας και δάσκαλος του διάσημου ζωγράφου Πολύγνωτου. Η ακμή του τοποθετείται στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. Θεωρείται ο πρώτος που εικόνισε τη Νίκη με φτερά και από τους πρώτους που… …

    Dictionary of Greek