ἄκμη

  • 71ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 72κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …

    Dictionary of Greek

  • 73κλαβίχορδο — Το πρώτο μουσικό όργανο με πλήκτρα. Είναι γνωστό και ως κλειδόχορδο. Το κ. διέθετε ένα ορθογώνιο ηχείο με μέγεθος που ποίκιλλε, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένες τεντωμένες χορδές διαφορετικού μήκους, που συνδέονταν με τα πλήκτρα μέσω μεταλλικών… …

    Dictionary of Greek

  • 74λεπτίς — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων στη βόρεια Αφρική. 1. Λ. Μάγκνα (Leptis Magna). Αρχαία πόλη στην Τριπολίτιδα. Ήταν χτισμένη κοντά στη θέση της σημερινής λιβυκής Λάμπντα αλ Κουμς. Ιδρύθηκε πιθανότατα από τους Φοίνικες, περίπου το 1000 π.Χ., ως… …

    Dictionary of Greek

  • 75μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …

    Dictionary of Greek

  • 76ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …

    Dictionary of Greek

  • 77οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα …

    Dictionary of Greek

  • 78ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 79πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 80παρηβώ — άω / παρηβῶ, άω, ΝΑ [πάρηβος] περνώ την ακμή τής ηλικίας μου και αρχίζω να γερνώ αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή τής ήβης 2. μτφ. α) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, περνώ β) (για το κρασί) χάνω την δύναμή μου, εξασθενώ, ξεθυμαίνω …

    Dictionary of Greek