ἄκμηνος
1άκμηνος — ἄκμηνος, ον (Α) ο νηστικός, αυτός που δεν έχει φάει ή δεν θέλει να φάει τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι σχολιαστές συνδέουν το επίθ. με την αιολ. λ. ἄκμη, που κατά τον Ησύχιο: ἄκμα «νηστεία, ένδεια»] …
2ακμηνός — ἀκμηνός, ή, ὸν (Α) [ἀκμή] αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη ανάπτυξη, ο ακμαίος …
3ἀκμηνός — full grown masc nom sg …
4ἄκμηνος — fasting from masc/fem nom sg …
5ἄκμηνον — ἄκμηνος fasting from masc/fem acc sg ἄκμηνος fasting from neut nom/voc/acc sg …
6ἀκμηνούς — ἀκμηνός full grown masc acc pl …
7ἀκμήνους — ἄκμηνος fasting from masc/fem acc pl …
8ἄκμηνοι — ἄκμηνος fasting from masc/fem nom/voc pl …
9ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… …
10ἀκμηνάς — ἀκμηνά̱ς , ἀκμηνός full grown fem acc pl …
- 1
- 2