ἄκλαστος
1ἄκλαστος — unbroken masc/fem nom sg …
2άκλαστος — (I) η, ο [κλάνω] 1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει 2. αυτός που δεν τόν φτάνει η κακοσμία τής πορδής. (II) η, ο (Α ἄκλαστος, ον) [κλῶ( άω)] αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί …
3ἀκλάστως — ἄκλαστος unbroken adverbial ἄκλαστος unbroken masc/fem acc pl (doric) …
4ἄκλαστον — ἄκλαστος unbroken masc/fem acc sg ἄκλαστος unbroken neut nom/voc/acc sg …
5ἀκλαστοτάτην — ἄκλαστος unbroken fem acc superl sg (attic epic ionic) …
6ἀκλάστου — ἄκλαστος unbroken masc/fem/neut gen sg …
7ἀκλάστους — ἄκλαστος unbroken masc/fem acc pl …
8ἀκλάστων — ἄκλαστος unbroken masc/fem/neut gen pl …
9ἀκλάστῳ — ἄκλαστος unbroken masc/fem/neut dat sg …
10ἄκλαστα — ἄκλαστος unbroken neut nom/voc/acc pl …
Страницы
- 1
- 2