ἄκην
1ακήν — ἀκὴν (Α) (αιτ. τού ἀκὴ ΙΙ*) (ως επίρρ.) αθόρυβα, σιωπηλά …
2ἀκήν — ἀκή point fem acc sg (attic epic ionic) ἀκήν softly indeclform (adverb) …
3ἀκῆν — ἀκέω pres inf act (epic doric) …
4Ἄκην — Ἄκης masc acc sg (attic epic ionic) …
5ἄκην — ἄκος cure neut acc sg …
6GENETES — portus et fluv. Arrian. Steph. unde Genetaeum prom. in quo templum fuit Hospitalis Iovis, quem Xenion vocant. Steph. Val. Flacc. Argon. l. 5. v. 147. Inde genetaei rupes Iovis: Apollon. Τοὺς δὲ μετ᾿ αὐτίκ᾿ ἔπειτα Γενηταίου Διὸς ἄκην Γνάμψαντες,… …
7ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… …
8κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …
9sēk-3 — sēk 3 English meaning: quiet, lazy Deutsche Übersetzung: “nachlassen, träge, ruhig” Material: Gk. Hom. ἦκα ‘still, leise, sacht, weak, slow”, ἤκιστος “langsamster”, Att. ἥκιστα “am wenigsten, gar nicht”, Hom. ἥσσων, Att. ἥττων… …