ἄκανθ-α
11καρύκινος — καρύκινος, ίνη, ον (Α) αυτός που έχει το χρώμα τής καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. ινος (πρβλ. ακάνθ ινος, φοίνικ ινος)] …
12κατσαφάνα — η αγκαθωτό φυτό με κίτρινα άνθη, τής οικογένειας τών χεδρωπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ακανθ αφάνα (πρβλ. κατσαρός < ακανθηρός)] …
13κυαθίς — κυαθίς, ίδος, ἡ (Α) μικρός κύαθος, κυάθιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. ις (πρβλ. ακανθ ίς, στρουθ ίς)] …
14λοφίας — λοφίας, ιων. τ. λοφίης, ὁ (Α) (για ψάρι) 1. αυτός που έχει πτερύγιο στη ράχη του 2. ο λοφαδίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + επίθημα ίας (πρβλ. ακανθ ίας) …
15ονίας — Όνομα διαφόρων Εβραίων αρχιερέων στα χρόνια των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών. Στα εβραϊκά το όνομα είναι Χονί. 1. Ο A’. Λέγεται ότι ήταν γιος του Ιαδδούς, που υποδέχτηκε στην Ιερουσαλήμ τον Μέγα Αλέξανδρο. Αρχιεράτευσε το 323 300 π.Χ. 2. Ο B’.… …
16ριζίας — ὁ, Α αυτός που προέρχεται ή παρασκευάζεται από ρίζα φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα ίας (πρβλ. ἀκανθ ίας)] …
17σφονδυλίων — ὁ, Α (ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός τής σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα ίων (πρβλ. ακανθ ίων)] …
18τετραπτερυλλίς — ίδος, ἡ, Α (για ένα είδος ακρίδας) αυτή που έχει τέσσερα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπτερος + επίθημα υλλίς (πρβλ. ἀκανθ υλλίς)] …
19τριφυλλίς — ίδος, ἡ, Α το φυτό οξαλίς, κν. γνωστό σήμερα ως λάπαθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίφυλλος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ἀκανθ ίς)] …
20φαρμακιών — ωνος, ὁ, Α (ως ειρωνικό παρωνύμιο τού Ασκληπιάδου τού νεώτερου) παρασκευαστής φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα ίων (πρβλ. ἀκανθ ίων)] …
- 1
- 2