ἄθυρμα
1ἅθυρμα — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …
2ἄθυρμα — plaything neut nom/voc/acc sg …
3άθυρμα — το (Α ἄθυρμα) νεοελλ. 1. παιδικό παιχνίδι 2. αυτός που άγεται και φέρεται σαν παιχνίδι, άβουλο όργανο, ανδρείκελο, έρμαιο αρχ. 1. τέρψη, χαρά 2. στον πληθ. τὰ ἀθύρματα κοσμήματα, στολίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …
4άθυρμα — το, ατος παιχνίδι (κυρίως σε μτφ. έννοια): Είχε πια γίνει άθυρμα της μοίρας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἄθυρμ' — ἄθυρμα , ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc sg …
6ἀθυρμάτων — ἄθυρμα plaything neut gen pl …
7ἀθύρμασι — ἄθυρμα plaything neut dat pl …
8ἀθύρμασιν — ἄθυρμα plaything neut dat pl …
9ἀθύρματα — ἄθυρμα plaything neut nom/voc/acc pl …
10ἀθύρματι — ἄθυρμα plaything neut dat sg …